φόβη

φόβη
Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται προς τον κύριο άξονα, και διάχυτη, όταν τα κλαδιά διασκορπίζονται προς τα πλάγια.
* * *
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. τύπος σύνθετης ταξιανθίας, που ανήκει στην ομάδα τών βοτρυωδών ή μονοποδικών ταξιανθιών, αλλ. σύνθετος βότρυς
αρχ.
1. τρίχα ή βόστρυχος τών μαλλιών τής κεφαλής («βοστρύχων ἄκρας φόβας», Σοφ.)
2. (για Γοργόνα) οφιώδης πλόκαμος
3. η χαίτη τών αλόγων
4. (με περιλπτ. σημ.) κόμη
5. μτφ. α) το φύλλωμα τών δέντρων
β) το άνθος διαφόρων καλαμοειδών φυτών το οποίο μοιάζει με πούπουλο
6. φρ. α) «ἴων φόβαι» — σωρός από βιολέτες (Πίνδ.)
β) «εὐπέταλοι φόβαι» — οι βλαστοί τής αμπέλου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. φέβομαι* «φεύγω, τρέπομαι σε φυγή». Προβλήματα, ωστόσο, γεννά η σημασιολογική διαφορά που παρουσιάζουν οι τ., η οποία δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά ούτε με την υπόθεση μιας σημ. «τα μαλλιά που κυματίζουν, που φεύγουν μπροστά στον αέρα» ούτε με τη σύγκριση προς το ζεύγος σόβη «ουρά τού αλόγου»: σοβῶ «διώχνω, τρέπω κάποιον σε φυγή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φόβη — lock fem nom/voc sg (attic epic ionic) φοβέω put to flight pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) φοβέω put to flight imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβῃ — φόβη lock fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβῇ — φοβέω put to flight pres subj mp 2nd sg φοβέω put to flight pres ind mp 2nd sg φοβέω put to flight pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβῆι — φοβῇ , φοβέω put to flight pres subj mp 2nd sg φοβῇ , φοβέω put to flight pres ind mp 2nd sg φοβῇ , φοβέω put to flight pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβαι — φόβη lock fem nom/voc pl φόβᾱͅ , φόβη lock fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβηι — φόβῃ , φόβη lock fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβέων — φόβη lock fem gen pl (epic ionic) φοβέω put to flight pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβῶν — φόβη lock fem gen pl φοβέω put to flight pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβαις — φόβη lock fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβαισι — φόβη lock fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”